- πηλαμυδεῖον
- πηλᾰμῠδ-εῖον, τό,A fishing-ground for tunnies, Id.12.3.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηλαμυδείον — τὸ, Α [πηλαμύς, ύδος] μέρος τής θάλασσας με πολλές παλαμίδες … Dictionary of Greek
πηλαμυδεῖα — πηλαμυδεῖον fishing ground for tunnies neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)